- ἠθμῶν
- ἠθμόςstrainermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
διηθητικός — Όρος που περιγράφει μια διαδικασία στην ιατρική, κατά την οποία οι ιστοί του σώματος διαπερνώνται από ένα όργανο ή έναν τύπο καρκίνου, που έχει την τάση να εξαπλώνεται πέρα από τον χώρο προέλευσής του. * * * ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
στερεο(φωτο)προβολέας — ο, Ν (φωτ.) φωτογραφικός προβολέας κατάλληλος για τη στερεοσκοπική προβολή σε οθόνη ζεύγους φωτογραφιών μέσω έγχρωμων ηθμών ή φίλτρων πολώσεως … Dictionary of Greek